Ένα βιβλίο του Μιχάλη Μοδινού, με τον Στρατή Ταταράκη από τη Μήλο

 

modinos.jpg

Ένα μυθιστόρημα για ένα γεωγραφικό μυστήριο (περί των πηγών του Νείλου) που απασχολούσε αιώνες τους ειδικούς και ταυτόχρονα μια συναρπαστική, αληθινή ιστορία ουτοπίας για ένα κράτος διαφυλετικό στην καρδιά της μαύρης Αφρικής

Στο κέντρο της Πιάτσα Ναβόνα, στη Ρώμη, υπάρχει η περίφημη μπαρόκ Κρήνη των Τεσσάρων Ποταμών του Μπερνίνι.  Συμβολίζει τα τέσσερα μεγάλα ποτάμια αντίστοιχων ηπείρων στις οποίες έχει επεκταθεί η παπική εξουσία. Ο ένας μεγάλος ποταμός είναι ο Νείλος, ο μεγαλύτερος σε μάκρος ποταμός στον κόσμο, και το κεφάλι του, όπως αναπαριστάται στο γλυπτό, είναι καλυμμένο με ένα πανί. Ο λόγος είναι ότι το κεφάλι αυτό συμβολίζει τις πηγές του Νείλου και παραμένει καλυμμένο γιατί ο εντοπισμός των πηγών αυτών, ακόμη και αιώνες μετά την κατασκευή του έργου, παρέμενε ένα από τα μεγαλύτερα γεωγραφικά μυστήρια στην παγκόσμια ιστορία. Την εξιστόρηση αυτή της προσπάθειας ανακάλυψης των πηγών του Νείλου κάνει ο Μιχάλης Μοδινός που, ενώ πλέον έχει αφιερωθεί στην πεζογραφία (το προηγούμενο βιβλίο του «Τελευταία έξοδος Στυμφαλία» βρίσκεται στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων) και – μέσω του «Βιβλιοδρομίου», του οποίου είναι ακάματος συνεργάτης επί σειρά ετών – στη λογοτεχνική κριτική, υπήρξε από τα εμβληματικά πρόσωπα της ελληνικής οικολογίας. Και ως περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός επισκέφθηκε πολλές φορές την Αφρική και όχι μόνο, έχοντας ακολουθήσει βήμα προς βήμα την ταξιδιωτική πορεία και μεγάλων επιστημόνων, όπως ο Κλοντ ΛεβίΣτρος.

Στην Αφρική ειδικότερα έμεινε κάπου δύο χρόνια. Γι’ αυτό και οι περιγραφές του είναι εξαιρετικά πειστικές.  Το  2007  εξέδωσε  το μυθιστόρημα «Ο μεγάλος Αμπάι» που εξιστορούσε την περιπέτεια του σκωτσέζου εξερευνητή Τζέημς Μπρους που τον 18ο αι. αναζήτησε τις πηγές του Νείλου ακολουθώντας τον Γαλάζιο Νείλο, το ένα δηλαδή παρακλάδι του. Για τις ανάγκες της αφήγησης χρησιμοποίησε τότε ένα επινοημένο πρόσωπο, Έλληνα, τον Στρατή Ταταράκη από τη Μήλο, που υποτίθεται ότι ακολούθησε τον Μπρους και καταγράφει περιπέτειες, αδιέξοδα, συμφωνίες και ασυμφωνίες, ως alter ego του ίδιου του συγγραφέα.

Ο Μιχάλης Μοδινός κάνει σχετική υπενθύμιση στο νέο του βιβλίο: «Τι ιστορία κι αυτή! Ένας Γραικός, φυγάς από το νησί για ένα ερωτικό έγκλημα που υποτίθεται ότι διέπραξε, να βρίσκεται ως συνοδός του Τζέημς Μπρους στις ακτές της Ερυθραίας, στην αυλή της Αβησσυνίας, στο απάτητο φαράγγι του Γαλάζιου Νείλου, κι έπειτα στις ερήμους του Σουδάν, στη μυθική αυτοκρατορία των Φουντζ. Ένας σύντροφος του Μπρους, που βρέθηκε ίσως κοντύτερα από τον Σκωτσέζο στην αλήθεια του άλυτου προβλήματος των πηγών του Νείλου, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το ποτάμι δεν έχει μία και μόνη, συγκεκριμένη πηγή. Ή, αν το θέσουμε μεταφορικά, ότι η απτή πραγματικότητα των φαινομένων δεν έχει μία και μοναδική αιτία – ότι υπάρχει γύρω μας μια λεπτοϋφασμένη ιστορία, που καλό είναι να τη βλέπουμε σε όλη της την πολυπλοκότητα».

Μία δεκαετία λοιπόν αργότερα, και αφού έχουν μεσολαβήσει άλλα βιβλία, ο Μιχάλης Μοδινός επανέρχεται στο θέμα με ένα άτυπο δεύτερο μέρος, που το ονομάζει «Εκουατόρια». Και το οποίο πηγαίνει στο άλλο παρακλάδι του Νείλου, τον λεγόμενο Λευκό Νείλο, που πηγάζει, όπως μάθαμε με τον καιρό, στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών, στο Νότιο Σουδάν. Εδώ η δράση εκτυλίσσεται έναν αιώνα μετά, στα τέλη του 19ου αι.  Τα ημερολόγια του Στρατή Ταταράκη έχουν πέσει στα χέρια του καινούργιου αφηγητή που κάποια στιγμή θα μάθουμε – για να μην κρατηθούν καν τα προσχήματα ενός κλασικού alter ego, και ως παιχνίδι με τον αναγνώστη – ότι έχει το επώνυμο του ίδιου του συγγραφέα. Ο συγκεκριμένος Μοδινός είναι, υποτίθεται, έλληνας βαμβακέμπορος της Αλεξάνδρειας που, διψασμένος για περιπέτεια αλλά και εκμεταλλευόμενος την πρόσφατη, τότε, διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ, αποφασίζει να εγκατασταθεί (με την Εβελυν, την Ιρλανδή σύζυγό του) σε φυτείες που έχει από καιρό αγοράσει αλλά δεν έχει επισκεφθεί ποτέ, στη Ζανζιβάρη. Το σύμπλεγμα των τριών μεγάλων νησιών της Ζανζιβάρης (Ουνγκούζα, Πέμπα, Μάφια), που σήμερα ανήκουν στην Τανζανία, τότε αποτελούσε σουλτανάτο συνδεδεμένο με το Ομάν.  Λέει σχετικά ο βαμβακέμπορος Μοδινός: «Το σουλτανάτο, στα 1869, αποδείχθηκε πως ήταν κάτι πολύ παραπάνω από ένα τροπικό νησί στα ανοιχτά της ανατολικής αφρικανικής ακτής. Στην πραγματικότητα απαρτίζεται από τρία ευμεγέθη νησιά συν κάποια μικρότερα. ( …) Κατ’ ουσίαν, όπως θα ανακάλυπτα με έκπληξη, ελέγχει όλη την ανατολική ακτή της Αφρικής νοτίως του Αντεν. Η Ζανζιβάρη ευημερούσε χάρη στο δουλεμπόριο εδώ και αιώνες, διοικούμενη από το Σουλτανάτο του Ομάν». Ένα δουλεμπόριο που «ήταν στα χέρια των Αράβων και πρώτη του ύλη ήταν οι Μαύροι του εσωτερικού της Αφρικής. Κάπου είκοσι χιλιάδες Νέγροι εκτιμώ ότι έφταναν κάθε χρόνο στις αγορές της Στόουν Τάουν ή του Μπαγκαμόγιο, στην απέναντι αφρικανική ακτή. Οι μισοί περίπου από αυτούς τους δυστυχείς, κρυμμένοι στα αμπάρια ειδικά διαμορφωμένων αραβικών σκαφών – των ντόου -, έπαιρναν νύχτα τον δρόμο για την Αραβία, την Υεμένη και την Περσία, όπου οι τιμές που έπιαναν ήταν τουλάχιστον δεκαπλάσιες, παρά τις διεθνείς περιπολίες, ή μάλλον ακριβώς εξαιτίας τους ( …)». Ο Μιχάλης Μοδινός περιγράφει ωραιότατα την εξωτική φύση με τις φυτείες γαρίφαλου, τα αρτόδεντρα, τις μακρυκέρατες αντιλόπες και τις εκτυφλωτικά λευκές παραλίες με τους κοκοφοίνικες.

Γερμανός πασάς

Η περιπέτεια όμως συνεχίζεται στην ηπειρωτική Αφρική: οι Ευρωπαίοι – κυρίως Εγγλέζοι – καταφθάνουν είτε ως τυχοδιώκτες είτε ως έμποροι είτε ως παθιασμένοι εξερευνητές. Ένας από αυτούς, ο σερ Σάμουελ Ουάιτ Μπέικερ, ονομάζεται πασάς από τις αιγυπτιακές Αρχές και πηγαίνει στον Νότο για να καταπολεμήσει το δουλεμπόριο που πλέον δυσφημεί τους Τουρκοαιγυπτίους. Εκεί, τον Μάιο του 1871, ονομάζει κάποια εδάφη του Νότιου Σουδάν «Εκουατόρια». Με ορμητήριο τις ερημωμένες εγκαταστάσεις μιας παλιάς αυστριακής ιεραποστολής χτίζει νέα οχυρά, νέες βάσεις και αρχίζει να εκπληρώνει την αποστολή του περιβεβλημένος με πλήθος εξουσιών. Όταν κάποτε θα αποσυρθεί, τη θέση του παίρνει ο στρατηγός Γκόρντον που είχε πολεμήσει στην Κριμαία και μετά ο γερμανός φυσιοδίφης – εξερευνητής Εντουαρντ Σνίτσερ, γνωστός και ως Εμίν πασάς. Αυτός ο τελευταίος θα ιδρύσει κράτος. Ο αφηγητής, γοητευμένος από την ιστορία της Εκουατόρια, που είναι μια ιστορία ουτοπίας, θα εγκαταλείψει τη Ζανζιβάρη και θα πάει να τον συναντήσει στη σαβάνα, αφήνοντας τα πάντα. Εκεί θα ιδρύσουν κράτος, θα αναμειχθούν με τους ντόπιους και όταν η Ευρώπη θεωρήσει ότι θα πρέπει να τους αναζητήσει και να τους «σώσει», θα οργανωθεί αποστολή με επικεφαλής τον διάσημο εξερευνητή Χένρυ Μόρτον Στάνλεϋ που θα διασχίσει ολόκληρη τη λεκάνη του ποταμού Κόνγκο και θα τους βρει στην Εκουατόρια να έχουν φτιάξει επί μία δεκαετία τον επίγειο παράδεισό τους. Η αληθινή αυτή ιστορία έχει θλιβερό τέλος καθώς παίρνουν πίσω τους παλιούς στρατιώτες σε μια πομπή προς τον Ινδικό Ωκεανό και ο Σνίτσερ, την ίδια ακριβώς στιγμή που τιμάται στις ακτές της Τανσγκανίκας, στη γερμανική πρεσβεία, επιχειρεί να αυτοκτονήσει.

Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ του Μανώλη Πιμπλή 03.12.2016

 

Αφήστε μια απάντηση