Ο ορυκτός πλούτος θεωρήθηκε στο παρελθόν και συνεχίζει έως σήμερα -σε πολλές περιπτώσεις- να θεωρείται «προνόμιο» και «ευλογία» ενός τόπου. Σύγχρονες τοπικές κοινωνίες συχνά διαφοροποιούνται, προβάλλοντας σειρά λόγων – κυρίως περιβαλλοντικών. Η τοπικότητα σε αντίστιξη με την εθνική εμβέλεια και την παγκόσμια αγορά επαναπροσδιορίζεται υπό το πρίσμα της διαχείρισης των φυσικών πόρων και εν γένει του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και της αξιοποίησης των ανθρώπινων πόρων. Η «ανωριμότητα» των τοπικών κοινωνιών και η «όψιμη» σωτηρία «εκ των άνω» ή «εκ των έξω» αναδεικνύονται όλο και συχνότερα σε βασικά επιχειρήματα, συνηγορώντας αντιστοίχως στις διαφορετικές απόψεις του τρόπου διαχείρισης / αξιοποίησης / εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου των περιοχών αυτών. Η «αναπτυξιακή» προοπτική τέτοιων περιοχών μοιάζει να αντιστρατεύεται στη διατήρηση των τοπικών χαρακτηριστικών τους, της διαμορφωμένης «ταυτότητάς τους», επικαλούμενη το εθνικό συμφέρον.
Συχνά αναδύονται «αναπτυξιακά» διλήμματα εγκλωβισμένα σε ένα φάσμα «αντίπαλων» εναλλακτικών προτάσεων που κινούνται μεταξύ της «σωτήριας οικονομικά επένδυσης για εξορυκτικές δραστηριότητες» που εξασφαλίζει θέσεις εργασίας και της προστασίας των φυσικών πόρων, του τοπίου και των λοιπών χαρακτηριστικών της περιοχής σχετικού επενδυτικού ενδιαφέροντος. Μέθοδοι και τεχνικές αξιολόγησης της επικρατέστερης πρότασης επιστρατεύονται για να αποδείξουν το «σωτήριο» ή το «καταστροφικό» αποτέλεσμα του σχετικού εγχειρήματος. Ο ισχύων και ο υπό μεταρρύθμιση χωρικός σχεδιασμός φαίνεται ότι προτάσσει την «επιχειρηματική» διάσταση του θέματος. Οι θεσμοθετημένες διαδικασίες fast track για την «επιτάχυνση και διαφάνεια υλοποίησης στρατηγικών επενδύσεων» λειτουργούν στην κατεύθυνση της παράκαμψης εμποδίων περιβαλλοντικού και κοινωνικού χαρακτήρα που αναδεικνύουν συχνά πρωτοβουλίες και συλλογικότητες.
Ο ορυκτός πλούτος ως εφήμερο τοπικό προνόμιο
Το «προνόμιο» περιοχών υπό την έννοια της ύπαρξης ενός φυσικού πόρου δυνάμει αξιοποιήσιμου/εκμεταλλεύσιμου, έχει απασχολήσει επί δεκαετίες το διάλογο περί «ανάπτυξης» σε διεθνές επίπεδο, από τα βρετανικά ανθρακωρυχεία του ’60, έως το πόνημα του Δ. Μπάτση, από το Λαύριο και το Μαντούδι του ’80 έως τη σύγχρονη Rosia Montana, την Γκιώνα, την Οίτη και τη Χαλκιδική. Η μονοδιάστατη εξάρτηση από την εξορυκτική δραστηριότητα και τον τοπικό πόρο-«προνόμιο» έχει καταλήξει, σε πολλές περιπτώσεις, σε τροχοπέδη μιας βιώσιμης και κοινωνικά δίκαιης αναπτυξιακής προοπτικής τέτοιων «ευλογημένων» τόπων. Το αρχικό «προνόμιο» / τοπικό συγκριτικό πλεονέκτημα μετατράπηκε σε καταλυτικό μοχλό «αναπτυξιακής παθογένειας» περιοχών, ειδικά δε στις περιπτώσεις που η εξορυκτική δραστηριότητα απορρόφησε μεγάλο τμήμα του δυναμικού των λοιπών παραγωγικών ασχολιών. Η χαρακτηριστική περίπτωση του Μαντουδίου με ποσοστό ανεργίας άνω του 70% το 2000 μετά την παύση εξόρυξης του λευκολίθου, συνηγορεί στις δραματικές συνέπειες που προκύπτουν από την εξασφάλιση προσωρινών θέσεων εργασίας που μακροπρόθεσμα όμως, όπως έχει αποδειχθεί, λειτουργούν ανασταλτικά στη δημιουργία μονιμότερων και περισσότερων, υποθηκεύοντας την οποιαδήποτε κοινωνική απόδοση από την αξιοποίηση των φυσικών πόρων.
Η ωριμότητα των τοπικών κοινωνιών για επενδύσεις εθνικού συμφέροντος
Ποικίλες αφορμές, φέρνουν στο προσκήνιο τοπικές κοινωνίες, συλλογικότητες και πρωτοβουλίες που αντιδρούν στην υλοποίηση συγκεκριμένων επενδυτικών σχεδίων που αφορούν στην περιοχή τους. Κοινό τόπο αποτελεί η απαίτηση για διαφύλαξη του περιβάλλοντος, του τοπίου, του χαρακτήρα της περιοχής-υποδοχέα συγκεκριμένου τύπου επενδύσεων. Επίσης, συχνή είναι η διάσταση αντίληψης περί της ανάπτυξης της περιοχής αλλά και του «εθνικού συμφέροντος», όπως αυτή διατυπώνεται από την κεντρική εξουσία, την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τους λοιπούς δρώντες του τόπου.
Η ωριμότητα των τοπικών κοινωνιών τίθεται συχνά ως το κομβικό σημείο αντιπαράθεσης. Σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα των τοπικών κοινωνιών να αποφαίνονται για τον επιθυμητό χαρακτήρα της ανάπτυξης της περιοχής τους αποτελεί κεκτημένο δικαίωμα και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως προϊόν πίεσης για σχετική παραχώρησή του από την κεντρική εξουσία. Η ωριμότητα των τοπικών κοινωνιών, των πολιτών, οφείλει να αποτελεί ζητούμενο πολλαπλών επιπέδων για σειρά θεμάτων που αφορούν στην ανάπτυξη. Η δράση συλλογικοτήτων και πρωτοβουλιών βοηθά στην ταχύτερη διάχυση της πληροφορίας και την ενημέρωση ευρύτερου φάσματος ενδιαφερομένων. Η «εκπαίδευση» των τοπικών κοινωνιών ώστε να καθίστανται «ώριμες» για τη λήψη πρωτοβουλιών και αποφάσεων που αφορούν στη βιωσιμότητα τον τόπων τους αποτελεί μια εκ των βασικών προϋποθέσεων επίτευξης της κοινωνικής ευθύνης και δικαιοσύνης που προβάλλονται πιο επιτακτικά πλέον ως αρχές κοινωνικής συγκρότησης και δημοκρατίας.
Διεκδικώντας μια «νέα κουλτούρα για τον ορυκτό πλούτο ως άξονα ανάπτυξης»
Ο τρόπος αντιμετώπισης και επομένως διαχείρισης, ενός δημόσιου αγαθού, όπως του ορυκτού πλούτου στη χώρα μας αποτελεί -μεταξύ πολλών άλλων- ζητούμενο έως σήμερα. Με αφορμή τα όρια της «τοπικότητας» των πόρων απαιτείται η επανατοποθέτηση του «τοπικού» κόστους και οφέλους από ανάλογες επενδύσεις.
Η επί δεκαετίες έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού αντικαθίσταται από την επικινδυνότητα της ύπαρξης ή της μεταρρύθμισης του ισχύοντος σήμερα σχεδιασμού που δημιουργεί νέες προσδοκίες σε όλους τους ενδιαφερόμενους, επενδυτές και ενεργές τοπικές κοινωνίες. Η χωρίς όρους και όρια «διευκόλυνση» χωροθέτησης και άσκησης δραστηριοτήτων με «εξάρτηση από πρώτες ύλες» δεν πρέπει να αποτελεί σήμερα μονόδρομο «χωρικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης», ειδικότερα σε συνθήκες κρίσης. Η ύπαρξη, η μοναδικότητα, η ποιότητα ενός εντοπισμένου πόρου είναι αναγκαίο να σταθμίζονται παραλλήλως με σειρά στοιχείων και ποιοτήτων του αναπτυξιακού περιβάλλοντος της επιλεγείσας κάθε φορά θέσης μιας επένδυσης, με μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα αναφοράς. Στο γενικότερο αυτό πλαίσιο θα πρέπει να εντάσσεται και ο χειρισμός για επενδύσεις που αφορούν στην εξορυκτική δραστηριότητα. Η αδιάκριτη δυνατότητα σχετικών επενδύσεων (συναρτώμενη μόνο με την ύπαρξη πόρου) δεν αποτελεί σε καμμία περίπτωση επιλέξιμη «στρατηγική» ανάπτυξης. Στον αντίποδα μιας τέτοιας θεώρησης καταγράφεται η ανάγκη για προτεραιότητες και απαγορεύσεις βάσει κριτηρίων που αποτυπώνουν την υφιστάμενη και σκιαγραφούν τη μελλοντικά επιθυμητή κοινωνικοοικονομική και περιβαλλοντική κατάσταση αυτών των τόπων, ενσωματώνοντας ουσιαστικά τη γνώμη των τοπικών κοινωνιών. Με άλλα λόγια, ο σχεδιασμός των τόπων εξόρυξης πρέπει να συνδιαλέγεται επί της ουσίας και με όρους δημοκρατίας με το σχεδιασμό σε αυτούς με την ενεργό συμβολή των τοπικών κοινωνιών.
Άλλωστε, κάθε τόπος φέρει τα αποτυπώματα του χρόνου, της φύσης και των ανθρώπων του, την ταυτότητά του. Το κύριο διακύβευμα για έναν ουσιαστικά διαφορετικό αναπτυξιακό σχεδιασμό, στο πλαίσιο μιας κοινωνικά δίκαιης και περιβαλλοντικά βιώσιμης προοπτικής, είναι οι όροι στη βάση των οποίων θα επιτρέψει σε κάθε τόπο να συνεχίσει να τα φέρει.
ΡΕΝΑ ΚΛΑΜΠΑΤΣΕΑ
Λέκτορας, Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
Πηγή : ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΙΒΕΣ
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.