«Ο Έλληνας ασθενής», Ένα μυθιστόρημα για την Αφροδίτη της Μήλου και ήρωα από ένα νησί σε σχήμα πετάλου

Απρίλιος 1980. Ο Θεόδωρος Κεντρωτάς θέτει τέρμα στη ζωή του σ’ ένα πάρκο της Γενεύης, κοντά στην ατάραχη λίμνη και στις χιονισμένες κορυφές των Άλπεων.

Απρίλιος 1820. Ένας πρόγονός του, με το ίδιο όνομα, ανασύρει απ’ το χωράφι του σ’ ένα νησί του Αιγαίου μια γυμνόστηθη μαρμάρινη γυναίκα. Την ερωτεύεται έως συντριβής.

Μη με αφήσεις να σε αφήσω. Ίνα τι με εγκατέλιπες;

Η ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο έχει κάτι το συγκλονιστικό. Τρέλα, παραλήρημα, πόθος κατοχής, τρόμος εγκατάλειψης σημαδεύουν τη ζωή πέντε γενεών.

Η ιστορία που δεν τελειώνει θα μεταμορφωθεί στα χέρια ενός πεντάχρονου κοριτσιού.

Ο Έλληνας ασθενής συνομιλεί με τη φθορά: Εγώ είμαι αυτό το μάρμαρο, δεν έχω ηλικία. Αυτό που λείπει με κάνει να ζω.

Άλλωστε, το τέλος είναι ένα ψέμα. Να πεθαίνεις είναι να φεύγεις για λίγο.

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Φωτεινής Τσαλίκογλου «Ο Έλληνας ασθενής», που θα κυκλοφορήσει στις 18 Ιουνίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1980, Γενεύη, Vieille Ville. Το κεφάλι του έγερνε αριστερά στο μέρος της καρδιάς. Οι αραιές τούφες των άσπρων μαλλιών άγγιζαν τους ώμους του. Μια ισχνή λωρίδα σάλιου λέρωνε το λαιμό. Τα χείλη στένευαν σε μια γκριμάτσα, κάτι σαν χαμόγελο. Ήταν νεκρός.
Συνέβη στην παλιά πόλη σ’ ένα παγκάκι πλάι στο σιντριβάνι. Κανείς δεν απορεί. Κανείς δεν τρομάζει. Κι όμως, κάτι έγινε. Οι διαβάτες ανενόχλητοι συνεχίζουν το δρόμο τους. «Bon fin de l’après-midi», λένε αφηρημένα ο ένας στον άλλο καθώς η ώρα κοντεύει τρεις και το απόγευμα, απαράλλαχτα ίδιο, όπως κάθε μέρα, πλησιάζει. Θα ακολουθήσει το σούρουπο και τέλος η νύχτα, η μόνη βεβαιότητα που δεν διαψεύδεται. Ίσως γι’ αυτό όλοι προσπερνούν. Γι’ αυτό το σκοτάδι που ζυγώνει. Σαν να έχουν όλοι μαζί οι άγνωστοι διαβάτες στο πάρκο Μπερτράν συμφωνήσει μεταξύ τους να μη στρέψουν το βλέμμα στο ακίνητο σώμα. Να μην ανασύρουν στη μνήμη θραύσματα λησμονημένων προσώπων που ο καθένας μέσα του κουβαλά από τα παιδικά του χρόνια. H θέα του νεκρού, σαν ένα κλαράκι που τυχαία αποσπάστηκε από κάποιο δένδρο, να μείνει ανενεργή.
Ο άγνωστος άντρας είναι νεκρός εδώ και μία, ίσως και δύο ώρες. Το όνομά του είναι Θεόδωρος Κεντρωτάς. Στην κλινική «Bel-Air» τον αποκαλούν Monsieur Doros. Έλληνας από ένα νησί σε σχήμα πετάλου, που βρέχεται από φωτεινές θάλασσες. Στο ψυχιατρείο νοσηλεύτηκε για πέντε χρόνια. Ίσως και έξι. Δεν γιατρεύτηκε ποτέ. Η αρρώστια του δεν είχε όνομα, δεν είχε ορατά αίτια, δεν είχε αποδέκτες. Ίσως και να μην ήταν καν άρρωστος, αλλά ένας απλός άνθρωπος της εποχής του. Ένας Έλληνας ασθενής.
Προσπερνούν. Κανένας δεν αλλάζει το βηματισμό του. Ίσως αυτό που δεν αλλάζει να περιγράφει με ακρίβεια το συμβάν. Ίσως αυτό που συνέβη στο παγκάκι, πλάι στο σιντριβάνι, να μην είναι παρά ένα γέννημα αυτής της πόλης, αυτής της ώρας, αυτής της μέρας. Απρίλιος 1980. Γενεύη. Παρκ Μπερτράν.
Όταν το επιτρέπει ο καιρός, oι ηλικιωμένοι λιάζονται με τις ώρες και οι νεαροί μαθητές του lycée τρέχουν για να μην αργοπορήσουν στην τάξη. Όλα ήρεμα λάμπουν μέσα στην ευταξία τους. Στη θέση της ανταριασμένης θάλασσας μια ατάραχη λίμνη.
Τον ειδοποίησαν τη στιγμή που έφτανε από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο. Τον ρώτησαν αν πράγματι είναι εκείνος.
«Ναι, εγώ είμαι», είπε. «Ο γιος του».
Του είπανε τη διεύθυνση. Το ταξί διέσχισε τη rue du Rhone, ανηφόρισε τη Florissant κι έφτασε στο πάρκο. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Το ακίνητο σώμα και το πρόσωπο, όπου έχει αρχίσει να απλώνεται το παγωμένο του θανάτου, μοιάζουν σχεδόν φυσιολογικά.
Το ασθενοφόρο έχει φτάσει.
Αν συνέβαινε στο νησί, θα ήταν ζωντανός. Θα είχε σωθεί. Είναι η πρώτη σκέψη που περνάει από το μυαλό του. Με το που θα σωριαζόταν στο πεζούλι μιας αυλής, στο προαύλιο κάποιας εκκλησίας, οι συγχωριανοί θα τον φρόντιζαν. «Εμείς, εδώ, Θοδωρή, μη σκιάζεσαι. Δεν σου ταιριάζει ο θάνατος, δάσκαλε. Ο θάνατος είναι για μας, όχι για σένα».
Όμως, λέει ψέματα και το ξέρει. Κανείς δεν θα τον βοηθούσε. Σαν άρρωστο σκυλί, ασυντρόφευτος θα άφηνε την τελευταία του πνοή.
«Κόψε κι άλλο, πιο βαθιά τη φλέβα, να στραγγίξει το αίμα, να αδειάσουν οι αρτηρίες».
Ο γιος από την ώρα που γεννήθηκε καταλαβαίνει. Δεν χρειάζονται τα λόγια, αρκούν τα βλέμματα, οι μυρωδιές, οι χειρονομίες. Ο γιος ακούει τις σιωπές. Δεν απορεί. Δεν αναρωτιέται γι’ αυτά που ήδη γνωρίζει. Ο πατέρας άφησε το νησί ή τo νησί άφησε τον πατέρα; Τι σημασία έχει; Μια μητρική αγκαλιά του ψιθυρίζει:
«Είμαι εδώ για σένα. Δεν έχω πεθάνει».

Κι εκείνος απαντά μ’ ένα συνωμοτικό μειδίαμα. Δεν είναι μόνο ο γιος του αυτόχειρα, αλλά και ο γιος μιας μικρής απέθαντης μαμάς. Μιας μαμάς που, αν και νεκρή, βρίσκει τον τρόπο να συνομιλεί μαζί του.
Στο μυαλό του προβάλλει το πατρικό νησί, που δεν έχει ακόμα γνωρίσει, με τα ασβεστωμένα πεζούλια, τις αυλές, τις άψαχτες σπηλιές κατοικημένες από νεράιδες, τις κατακόμβες και το αρχαίο θέατρο. Το άγαλμα φυγαδεύτηκε κλεισμένο στα αμπάρια ενός ξένου πλοίου, τυλιγμένο σε λινάτσες και κουρέλια.
Με χάνω. Άγγελοι χωρίς κεφάλι, με κομματιασμένα φτερά, γέμισαν το σώμα μου, μετανάστευσαν στη χώρα μου, σαλτιμπάγκοι με λοιδορούν. «Φύγε», λένε, «έλα, σμίξε μαζί μας, γίνε μισός άγγελος μισός φίδι. Αγγελόφιδο είσαι, μην το ξεχνάς. Κι όλο σου το σόι είναι σαν εσένα».
Στη Γενεύη, μακριά από το απαγορευμένο νησί, ο πατέρας του ξεψύχησε. Σε έναν ξένο τόπο όπου η έγνοια του θανάτου κρύβεται επιμελώς στο βυθό μιας ακύμαντης λίμνης. Αυτόχειρας. Ο κύριος Θόδωρος, ή Monsieur Doros, δεν είναι ένας συνηθισμένος νεκρός. Με αιχμηρό λεπίδι και συντονισμένες κινήσεις χάραξε τον καρπό στο αριστερό του χέρι, σταμάτησε για λίγο, αντίκρισε το αίμα, πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε. Ο κόκκινος κύκλος που σχηματίστηκε ανάμεσα στα πόδια του θύμιζε μικρογραφία της λίμνης Λεμάν.
Το συμβάν μένει απαρατήρητο.

Είμαι εδώ κοντά σου, πατέρα, κοιτάζω τα επίσημα υποδήματά σου. Μαύρα γυαλιστερά λουστρίνια με άσπρες πινελιές. Τόσο αταίριαστα με τα αφρόντιστα ρούχα σου. Τα βλέπω να βηματίζουν ακατάπαυστα στην παραλία του νησιού, πέρα δώθε, πέρα δώθε, βουλιάζουν τώρα στην άμμο και να! τώρα εξαφανίζονται. Χάνονται. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Ό,τι δεν ταιριάζει είναι προορισμένο να χαθεί. Σάλιο κυλάει από τα χείλη σου. Όχι, δεν κυλάει. Τίποτα δεν κυλάει πια. Παγωμένο ακίνητο πρόσωπο. Βγάζω από την τσέπη μου ένα χαρτομάντιλο να καθαρίσω το στόμα σου. Αίμα παντού κι εγώ νοιάζομαι για λίγο ξεραμένο σάλιο; Κλείνω τα μάτια κι όλα κοκκινίζουν. «Ακόμα μυρίζει αίμα εδώ, και όλα τα μυρωδικά της Αραβίας δεν θα μπορέσουν ποτέ να ξεπλύνουν τούτο το χεράκι», τα λόγια από τον τελευταίο μου ρόλο. Η αιμοσταγής lady. Το θέατρο ήταν κατάμεστο και στο τέλος είχαν ξεσπάσει σε θερμά χειροκροτήματα. Τους άρεσε που ένας άντρας υποδύθηκε μια γυναίκα. Μια τέτοια γυναίκα. Στην πρώτη σειρά, η Αλίσια καμαρώνει – όπως θα καμάρωνε και η μαμά του, αν ζούσε. «Δείτε πόσο όμορφα, πόσο πειστικά ο γιος μου υποδύεται την λαίδη Μάκβεθ». Κάνω μια κίνηση με το χέρι να διώξω τη σκηνή από το μυαλό μου. Κλείνω τα μάτια μήπως όλα σαν σε όνειρο εξαφανιστούν. Τα ανοίγω. Είναι όλα εδώ. Εκτυφλωτικά παρόντα.
Τι να κάνω; Δάνεισέ μου μια σκέψη καλή.
Ποιος είναι ο αποδέκτης της ικεσίας; Ο γιος είναι μόνος.

Μεταφέρουν το νεκρό στο φορείο. Διακρίνει τη βιασύνη πίσω από τις προσεχτικές κινήσεις των τραυματιοφορέων. Σκεπάζουν το σώμα με πράσινο μουσαμά. Αν υπήρχε υποψία ζωής, θα άφηναν το κεφάλι ακάλυπτο.
Όχι το πρόσωπο, μην το σκεπάζετε, ίσως έγινε κάποιο λάθος, ίσως στη διαδρομή υπάρξει ανάσταση, ανάνηψη, επαναφορά, επιστροφή, ποια είναι η λέξη;
Δεν υπάρχουν τα λόγια. Ο θάνατος έχει διαπιστωθεί. Ο θάνατος υφαρπάζει από τις λέξεις τη δύναμή τους. Κεφάλι, κορμός, χέρια, εξαφανίζονται μέσα στο πλαστικό περίβλημα. Η σορός παραδίδεται σε επαγγελματικά χέρια. Το ασθενοφόρο απομακρύνεται σιωπηλά, δίχως την περιττή πλέον σειρήνα. Όταν χάνεται στο βάθος του δρόμου, ο γιος προσπαθεί να ανακαλέσει στη μνήμη το πρόσωπό του. Πώς ήταν; Μήπως ήταν γελαστό; Υπήρχε πάνω του έστω και μια αδιόρατη σύσπαση χαμόγελου; Στο νησί λένε πως, αν το πρόσωπο του πεθαμένου είναι γελαστό, γρήγορα θα πεθάνει και κάποιος άλλος από την οικογένεια. Ήταν αγέλαστος. Κι αν κάνει λάθος; Η σύσπαση στην άκρη των χειλιών του ίσως και να φανέρωνε ένα ελαφρύ μειδίαμα.
«Μαμά, φοβάμαι, θα πεθάνω κι εγώ, μαμά. Το θυμήθηκα το πρόσωπό του. Η αλήθεια είναι ότι, την ώρα που ξεψυχούσε, χαμογελούσε. Μήπως είμαι κι εγώ ήδη νεκρός;»
«Δεν υπάρχει φόβος, μωρό μου. Εσύ δεν θα πάθεις τίποτα. Άκουσέ με. Εσύ, μόλις γεννήθηκες, χαμογέλασες».
«Τα νεογέννητα δεν χαμογελούν, γκριμάτσα ήταν».
«Κι όμως, εσύ χαμογέλασες. Καλωσόρισες τη ζωή. Έτσι θα συνεχίσεις…»
«Κι εκείνος;»
«Εκείνος… μια ζεστή και πλήρη ανάπαυση… Εσύ δεν είσαι εκείνος».

Βιογραφικά στοιχεία

 

Φωτεινή Τσαλίκογλου
H Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι συγγραφέας και καθηγήτρια Ψυχολογίας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης με καθηγητή τον Ζαν Πιαζέ και ειδικεύτηκε στην Κλινική Ψυχολογία. Είναι συγγραφέας επιστημονικών βιβλίων και δοκιμίων. Μυθιστορήματά της έχουν ανέβει στο θέατρο, έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και κυκλοφορούν στην Ευρώπη και την Αμερική. Το μυθιστόρημα 8 ώρες και 35 λεπτά (The Secret Sister) διακρίθηκε από το World Literature Today ως ένα από τα πιο αξιοπρόσεκτα μεταφρασμένα βιβλία του 2015 στην Αμερική. Η ιταλική του μετάφραση (La Sorella Segreta) από τον Μαουρίτσιο ντε Ρόζα τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης Έργου Ελληνικής Λογοτεχνίας σε Ξένη Γλώσσα.

Πηγή : https://www.bookpress.gr, https://www.kastaniotis.com/

 

Αφήστε μια απάντηση